τέντζερης

τέντζερης
τέντζερης, ο και τεντζερές, ο
πληθ. -έδες (λ. τουρκ.)
1. χάλκινη χύτρα.
2. στον πληθ., τενζερέδες το σύνολο των μαγειρικών σκευών.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • τέντζερης — και τέτζερης και τζέντζερης και τσέντζερης και τέντζερες, ο, και τέντζερη, η, και τ. πληθ. αρσ. τεντζερέδες, οι, και ετερκλ. τ. πληθ. ουδ. τζεντζερέδια και τσεντζερέδια και τεντζέρια, τα, Ν 1. χάλκινη χύτρα 2. στον πληθ. οι τεντζερέδες και τα… …   Dictionary of Greek

  • βρίσκω — και βρέσκω (AM εὑρίσκω) 1. συναντώ κάποιον ή κάτι που ζητούσα, ανταμώνω 2. ανακαλύπτω κάτι χαμένο 3. φθάνω σ αυτό που επιδίωκα 4. ανακαλύπτω τυχαία, συναντώ κατά τύχη 5. εφευρίσκω, επινοώ, μηχανεύομαι 6. έχω από παράδοση, αποκτώ από κληρονομιά 7 …   Dictionary of Greek

  • καπάκι — το 1. κάλυμμα σκεύους, σκέπασμα δοχείου 2. το μέρος τού βοδινού ή μοσχαρήσιου κρέατος που καλύπτει τα πλευρά 3. φρ. α) «κύλησε ο τέντζερης και βρήκε το καπάκι» για κακούς ανθρώπους που συνάπτουν φιλικές σχέσεις μεταξύ τους β) «τά κάνανε καπάκια»… …   Dictionary of Greek

  • κυλώ — άω, μέσ. κυλιέμαι και κυλιούμαι 1. κινώ κάτι ή κινούμαι περιστροφικά πάνω σε μιαν επιφάνεια ή μέσα σε κάτι (α. «χαμαί στη γης εξάπλωσε, στα αίματα κυλίστη», Ερωτόκρ. β. «τα παιδιά κυλιούνται στην άμμο») 2. κάνω κάτι να κατρακυλήσει, να κυλήσει… …   Dictionary of Greek

  • τέτζερης — ο, Ν βλ. τέντζερης …   Dictionary of Greek

  • τεντζεράκι — το, Ν (με υποκορ. σημ.) μικρός τέντζερης …   Dictionary of Greek

  • τσέντζερης — ο, Ν βλ. τέντζερης …   Dictionary of Greek

  • τσεντζερέδια — τα, Ν βλ. τέντζερης …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Γλώσσα — ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ Η ελληνική γλώσσα είναι μια από τις αρχαιότερες γλώσσες στον κόσμο και οπωσδήποτε η παλαιότερη ζωντανή γλώσσα στην Ευρώπη. Σε αντίθεση με άλλες αρχαίες γλώσσες που χάθηκαν μαζί με τους λαούς που τις μιλούσαν, όπως η… …   Dictionary of Greek

  • tingire — TINGÍRE, tingiri, s.f. Vas de aramă sau de fontă în care se găteşte mâncare. Trimis de MihaelaStan, 11.08.2003. Sursa: DLRC  TINGÍRE, tingiri, s.f. Vas adânc (de aramă sau de fontă) în care se găteşte mâncarea. – Din tc. tencere. Trimis de RACAI …   Dicționar Român

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”